κολακεύομαι

κολακεύομαι
κολακεύομαι, κολακεύτηκα, κολακευμένος βλ. πίν. 18

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κολακεύομαι — κολακεύω to be a flatterer pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλληλοκολακεύομαι — κολακεύομαι από κάποιον και ταυτόχρονα τού ανταποδίδω την κολακεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + κολακεύω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοκολακεία] …   Dictionary of Greek

  • κολακεύω — (AM κολακεύω) [κόλαξ] 1. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με υπερβολική φιλοφροσύνη για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, περιποιούμαι ή επαινώ υπερβολικά κάποιον, καλοπιάνω (α. «κολακεύει τον θείο του για να πάρει την περιουσία του» β …   Dictionary of Greek

  • κολακεύω — κολάκευσα και κολάκεψα, κολακεύτηκα, κολακευμένος 1. επαινώ κάποιον για να αποχτήσω την εύνοιά του, καλοπιάνω: Κολακεύει τον επιθεωρητή του για να του κάνει καλές εκθέσεις. 2. κάνω κάποιον να περηφανευτεί, του προξενώ ικανοποίηση: Με κολακεύει η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαθρύπτω — (AM) [θρύπτω] 1. καταθρυμματίζω, κατασυντρίβω, κάνω θρύψαλα 2. (για ψωμί) διανέμω σε τεμάχια αρχ. 1. κολακεύω 2. μέσ. διαθρύπτομαι κορδώνομαι, καμαρώνω, κολακεύομαι 3. παθ. διαφθείρομαι από κολακείες, χλιδή κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • συσσαίνομαι — Α κολακεύομαι για κάτι μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σαίνω «κολακεύω, θωπεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”